Σε μια μεγάλη απειλή για την ελληνική οικονομία εξελίσσεται η
ΔΕΗ, με την έρευνα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τυχόν λογιστικές
«παρεκτροπές» ύψους 280 εκατ. ευρώ, να αποτελεί απλά το κερασάκι στη
τούρτα.
Σαν τον χρονίως πάσχοντα ασθενή που δεν λέει να σηκωθεί από την εντατική, παρά τις συνεχείς οικονομικές ενέσεις της κυβέρνησης, η ΔΕΗ κατάφερε να έχει τη μοναδική ικανότητα της εταιρείας που παράγει συνεχώς αρνητικές ειδήσεις.
Από την υπόθεση των ΕΛΤΑ που παρακρατούσαν χρήματα πελατών της, έως την έκθεση της McKinsey που τη χαρακτήρισε ως μη βιώσιμη, και από τα ζημιογόνα αποτελέσματα έως τα αναπάντητα ερωτήματα για την αναμόρφωση των οικονομικών της μεγεθών, δύσκολα θα βρει κανείς τα τελευταία χρόνια μια πραγματικά καλή είδηση από τη ΔΕΗ.
Στην ουσία, το ζήτημα είναι ότι καλείται να φέρει σε πέρας το τεράστιο έργο της παροχής ηλεκτροδότησης του 80% της ελληνικής αγοράς, όντας πια μια μικρή επιχείρηση, με μεγάλα προβλήματα, δίχως «story» για την επόμενη ημέρα. Σε μια συγκυρία όπου η σκιά από το σκάνδαλο της Foli Follie πέφτει βαριά πάνω στην οικονομία και την κεφαλαιαγορά, αποκτά άλλη διάσταση η έρευνα των εποπτικών αρχών για τυχόν «λογιστικά λάθη» από τον μεγαλύτερο εργοδότη της χώρας, στον οποίο στηρίζεται το ηλεκτρικό σύστημα.
Στην αγορά βλέπουν στη ΔΕΗ πολύ καιρό τώρα ένα συστημικό κίνδυνο, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη καθώς πληρώνει τα σπασμένα των κυβερνητικών αλχημειών οι οποίες είναι πολύ πιο σοβαρές από τα οποιαδήποτε «λογιστικά τρικ» ανακαλύψουν ενδεχομένως η έρευνα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων του υπ.Οικονομικών.
Έχασε η επιχείρηση την ευκαιρία, όταν ήταν ακόμη κερδοφόρα, να βρει ζεστό χρήμα, αφού η τωρινή κυβέρνηση ακύρωσε τη πώληση της «Μικρής ΔΕΗ», για να της βάλει εν συνεχεία ταφόπλακα με το 3ο Μνημόνιο, υποχρεώνοντάς την, έναντι μηδενικού ανταλλάγματος, να μειώσει στο μισό το μερίδιό της. Είναι όλα αυτά μαζί που έχουν φέρει τη ΔΕΗ εδώ που είναι, δηλαδή με ζημιές 26,9 εκατ ευρώ (α'6μηνο 2018), βουτιά μετοχής 57% από την αρχή της χρονιάς, αξία στο ταμπλό 7 φορές χαμηλότερη των ληξιπρόθεσμων προς αυτήν χρεών, και δανεισμό με επιτόκια λίγο κάτω του 6%.
Είναι όλα αυτά μαζί που κάνουν την McKinsey να εισηγείται μείωση κατά 50% του προσωπικού της δημόσιας εταιρείας ηλεκτρισμού, δηλαδή κατά 6.000, και αυξήσεις στα τιμολόγια, εικόνα που πιθανώς να εξηγεί και γιατί η ΔΕΗ προέβη σε λογιστικές τροποποιήσεις στις οικονομικές της καταστάσεις, τις οποίες η ίδια χαρακτηρίζει ανύπαρκτες σε ανακοίνωση με τίτλο «η διαστρέβλωση που αποσκοπεί ;».
Τα αναπάντητα ερωτήματα
Σε αυτήν η ΔΕΗ απαντά αλλά και δεν απαντά ταυτόχρονα για το τι ακριβώς συνέβη. Καταρχήν χαρακτηρίζει «άστοχη οικονομική ανάλυση» το γεγονός ότι κατά το α' εξάμηνο 2017 ο όμιλος ΔΕΗ εμφάνισε κέρδη 31,1 εκατ ευρώ, όταν στην πραγματικότητα θα έπρεπε να είχε εμφανίσει ζημιές 249,5 εκατ ευρώ. Και αυτό καθώς όπως λέει, τα αναμορφωμένα αποτελέσματα που ανακοίνωσε για το 2017, για λόγους συγκρισιμότητας και μόνο, αφορούσαν τις λεγόμενες «συνεχιζόμενες δραστηριότητες», δίχως τις επιπτώσεις από τις «διακοπτόμενες δραστηριότητες», δηλαδή τα έσοδα 198,6 εκατ ευρώ που εισέπραξε από τη πώληση του ΑΔΜΗΕ. Εννοεί δηλαδή ότι αν συνυπολόγιζε κάποιος στα αποτελέσματά της και αυτά, τότε δεν θα προέκυπτε καμία απόκλιση. Ο,τι και να υποστηρίζει όμως η ΔΕΗ, η εικόνα που σχημάτισαν το επενδυτικό κοινό, οι τράπεζες και οι οίκοι αξιολόγησης για τις επιδόσεις εξαμήνου του 2017, όταν στις 29 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, η επιχείρηση ανακοίνωνε τα αποτελέσματά της, δεν ήταν η πραγματική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Συγκρίνοντας τα οικονομικά αποτελέσματα από την παρουσίαση προς τους αναλυτές, τότε και τώρα, προκύπτει ότι στα δημοσιευμένα στοιχεία του 2017, η ΔΕΗ εμφάνιζε δαπάνες μισθοδοσίας 368,1 εκατ. ευρώ, όταν στην πραγματικότητα θα έπρεπε να έχει εμφανίσει ποσά 406,5 εκατ. ευρώ, δηλαδή 38 εκατ περισσότερα. Είχε εγγράψει για αγορές υγρών καυσίμων 315,7 εκατ., όταν αυτές αναπροσαρμόστηκαν φέτος στα 322 εκατ. ευρώ, εμφάνιζε δαπάνες για αγορά CO2 60,9 εκατ ευρώ, όταν αυτές αναμορφώθηκαν στα 77,5 εκατ ευρώ, όπως συνέβη και με τις δαπάνες για το ειδικό τέλος λιγνίτη, που από 10,9 εκατ. ευρώ "αυξήθηκαν" στα 16,1 εκατ. ευρώ, κ.ό.κ. Ισχυρίζεται επίσης η ΔΕΗ ότι το επενδυτικό κοινό, οι αναλυτές και οι τράπεζες είχαν ενημερωθεί πλήρως για την αναμόρφωση των οικονομικών αποτελεσμάτων, καθώς αυτή είχε ανακοινωθεί κατά τη δημοσίευση των οικονομικών καταστάσεων του 2017. Πράγματι στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του 2017 γίνεται αναφορά σε αναμόρφωση των μεγεθών του 2016 και του 2015, όχι όμως και στα αποτελέσματα του α'εξαμήνου του 2017, η οποία είναι ορατή μόνο στις οικονομικές καταστάσεις. Οι χειρισμοί της διοίκησης δεν έχουν προφανώς καμία σχέση με τις ατασθαλίες της διοίκησης της Folli Follie. Επειδή όμως δεν ζούμε σε μια κανονική εποχή, αλλά σε μια συγκυρία μειωμένης αξιοπιστίας της ελληνικής αγοράς, και επειδή η ΔΕΗ, καλώς ή κακώς, αντιμετωπίζεται καιρό τώρα ως μια "Bad Bank" της ελληνικής οικονομίας, το ζήτημα αποκτά άλλη σοβαρότητα, γι' αυτό και καλό είναι η έρευνα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να μην αφήσει τη παραμικρή σκιά.
Σαν τον χρονίως πάσχοντα ασθενή που δεν λέει να σηκωθεί από την εντατική, παρά τις συνεχείς οικονομικές ενέσεις της κυβέρνησης, η ΔΕΗ κατάφερε να έχει τη μοναδική ικανότητα της εταιρείας που παράγει συνεχώς αρνητικές ειδήσεις.
Από την υπόθεση των ΕΛΤΑ που παρακρατούσαν χρήματα πελατών της, έως την έκθεση της McKinsey που τη χαρακτήρισε ως μη βιώσιμη, και από τα ζημιογόνα αποτελέσματα έως τα αναπάντητα ερωτήματα για την αναμόρφωση των οικονομικών της μεγεθών, δύσκολα θα βρει κανείς τα τελευταία χρόνια μια πραγματικά καλή είδηση από τη ΔΕΗ.
Στην ουσία, το ζήτημα είναι ότι καλείται να φέρει σε πέρας το τεράστιο έργο της παροχής ηλεκτροδότησης του 80% της ελληνικής αγοράς, όντας πια μια μικρή επιχείρηση, με μεγάλα προβλήματα, δίχως «story» για την επόμενη ημέρα. Σε μια συγκυρία όπου η σκιά από το σκάνδαλο της Foli Follie πέφτει βαριά πάνω στην οικονομία και την κεφαλαιαγορά, αποκτά άλλη διάσταση η έρευνα των εποπτικών αρχών για τυχόν «λογιστικά λάθη» από τον μεγαλύτερο εργοδότη της χώρας, στον οποίο στηρίζεται το ηλεκτρικό σύστημα.
Στην αγορά βλέπουν στη ΔΕΗ πολύ καιρό τώρα ένα συστημικό κίνδυνο, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη καθώς πληρώνει τα σπασμένα των κυβερνητικών αλχημειών οι οποίες είναι πολύ πιο σοβαρές από τα οποιαδήποτε «λογιστικά τρικ» ανακαλύψουν ενδεχομένως η έρευνα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων του υπ.Οικονομικών.
Έχασε η επιχείρηση την ευκαιρία, όταν ήταν ακόμη κερδοφόρα, να βρει ζεστό χρήμα, αφού η τωρινή κυβέρνηση ακύρωσε τη πώληση της «Μικρής ΔΕΗ», για να της βάλει εν συνεχεία ταφόπλακα με το 3ο Μνημόνιο, υποχρεώνοντάς την, έναντι μηδενικού ανταλλάγματος, να μειώσει στο μισό το μερίδιό της. Είναι όλα αυτά μαζί που έχουν φέρει τη ΔΕΗ εδώ που είναι, δηλαδή με ζημιές 26,9 εκατ ευρώ (α'6μηνο 2018), βουτιά μετοχής 57% από την αρχή της χρονιάς, αξία στο ταμπλό 7 φορές χαμηλότερη των ληξιπρόθεσμων προς αυτήν χρεών, και δανεισμό με επιτόκια λίγο κάτω του 6%.
Είναι όλα αυτά μαζί που κάνουν την McKinsey να εισηγείται μείωση κατά 50% του προσωπικού της δημόσιας εταιρείας ηλεκτρισμού, δηλαδή κατά 6.000, και αυξήσεις στα τιμολόγια, εικόνα που πιθανώς να εξηγεί και γιατί η ΔΕΗ προέβη σε λογιστικές τροποποιήσεις στις οικονομικές της καταστάσεις, τις οποίες η ίδια χαρακτηρίζει ανύπαρκτες σε ανακοίνωση με τίτλο «η διαστρέβλωση που αποσκοπεί ;».
Τα αναπάντητα ερωτήματα
Σε αυτήν η ΔΕΗ απαντά αλλά και δεν απαντά ταυτόχρονα για το τι ακριβώς συνέβη. Καταρχήν χαρακτηρίζει «άστοχη οικονομική ανάλυση» το γεγονός ότι κατά το α' εξάμηνο 2017 ο όμιλος ΔΕΗ εμφάνισε κέρδη 31,1 εκατ ευρώ, όταν στην πραγματικότητα θα έπρεπε να είχε εμφανίσει ζημιές 249,5 εκατ ευρώ. Και αυτό καθώς όπως λέει, τα αναμορφωμένα αποτελέσματα που ανακοίνωσε για το 2017, για λόγους συγκρισιμότητας και μόνο, αφορούσαν τις λεγόμενες «συνεχιζόμενες δραστηριότητες», δίχως τις επιπτώσεις από τις «διακοπτόμενες δραστηριότητες», δηλαδή τα έσοδα 198,6 εκατ ευρώ που εισέπραξε από τη πώληση του ΑΔΜΗΕ. Εννοεί δηλαδή ότι αν συνυπολόγιζε κάποιος στα αποτελέσματά της και αυτά, τότε δεν θα προέκυπτε καμία απόκλιση. Ο,τι και να υποστηρίζει όμως η ΔΕΗ, η εικόνα που σχημάτισαν το επενδυτικό κοινό, οι τράπεζες και οι οίκοι αξιολόγησης για τις επιδόσεις εξαμήνου του 2017, όταν στις 29 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, η επιχείρηση ανακοίνωνε τα αποτελέσματά της, δεν ήταν η πραγματική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Συγκρίνοντας τα οικονομικά αποτελέσματα από την παρουσίαση προς τους αναλυτές, τότε και τώρα, προκύπτει ότι στα δημοσιευμένα στοιχεία του 2017, η ΔΕΗ εμφάνιζε δαπάνες μισθοδοσίας 368,1 εκατ. ευρώ, όταν στην πραγματικότητα θα έπρεπε να έχει εμφανίσει ποσά 406,5 εκατ. ευρώ, δηλαδή 38 εκατ περισσότερα. Είχε εγγράψει για αγορές υγρών καυσίμων 315,7 εκατ., όταν αυτές αναπροσαρμόστηκαν φέτος στα 322 εκατ. ευρώ, εμφάνιζε δαπάνες για αγορά CO2 60,9 εκατ ευρώ, όταν αυτές αναμορφώθηκαν στα 77,5 εκατ ευρώ, όπως συνέβη και με τις δαπάνες για το ειδικό τέλος λιγνίτη, που από 10,9 εκατ. ευρώ "αυξήθηκαν" στα 16,1 εκατ. ευρώ, κ.ό.κ. Ισχυρίζεται επίσης η ΔΕΗ ότι το επενδυτικό κοινό, οι αναλυτές και οι τράπεζες είχαν ενημερωθεί πλήρως για την αναμόρφωση των οικονομικών αποτελεσμάτων, καθώς αυτή είχε ανακοινωθεί κατά τη δημοσίευση των οικονομικών καταστάσεων του 2017. Πράγματι στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του 2017 γίνεται αναφορά σε αναμόρφωση των μεγεθών του 2016 και του 2015, όχι όμως και στα αποτελέσματα του α'εξαμήνου του 2017, η οποία είναι ορατή μόνο στις οικονομικές καταστάσεις. Οι χειρισμοί της διοίκησης δεν έχουν προφανώς καμία σχέση με τις ατασθαλίες της διοίκησης της Folli Follie. Επειδή όμως δεν ζούμε σε μια κανονική εποχή, αλλά σε μια συγκυρία μειωμένης αξιοπιστίας της ελληνικής αγοράς, και επειδή η ΔΕΗ, καλώς ή κακώς, αντιμετωπίζεται καιρό τώρα ως μια "Bad Bank" της ελληνικής οικονομίας, το ζήτημα αποκτά άλλη σοβαρότητα, γι' αυτό και καλό είναι η έρευνα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να μην αφήσει τη παραμικρή σκιά.
(liberal.gr)