Στη δημιουργία ενός σημαντικού αποθεματικού για τον Μόνιμο
Μηχανισμό Αντιστάθμισης Κινδύνου «μεταφράζεται» η εισφορά των
καταναλωτών ρεύματος, ύψους 1 λεπτού του ευρώ ανά κιλοβατώρα, μέσω των
χρεώσεων για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ).
Έτσι, αν η εισφορά καλύψει το σύνολο της κατανάλωσης, τότε
σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, μέσα σε ένα μόλις έτος, στον Μηχανισμό
θα έχει συγκεντρωθεί ένα ποσό της τάξης των 500 εκατ. ευρώ. Αν πάλι η
εισφορά επιβληθεί μόνο στους καταναλωτές χαμηλής τάσης, τότε κάθε χρόνο
θα συγκεντρώνονται στον «κουμπαρά» του Μηχανισμού 350 εκατ. ευρώ. Οι
πληροφορίες αναφέρουν πάντως ότι η εισφορά δεν θα αφορά την Υψηλή Τάση.
Σύμφωνα με όσα ανέφερε χθες ο υπουργός ΠΕΝ Κώστας Σκρέκας,
κατά την ανακοίνωση των επιδοτήσεων Σεπτεμβρίου, ο Μηχανισμός θα
λειτουργήσει ουσιαστικά ως ένα εφεδρικό «μελλοντικό Ταμείο Ενεργειακής
Μετάβασης», το οποίο θα ενεργοποιηθεί σε ενδεχόμενη επόμενη εκτίναξη των
ενεργειακών τιμών, για τη χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης των
καταναλωτών. «Με αυτό το εργαλείο αντιστάθμισης κινδύνου, θωρακίζουμε
και προστατεύουμε τους Έλληνες από μελλοντικές επώδυνες ενεργειακές
κρίσεις», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Χρέωση 0,017 €/KWh για όλες τις κλίμακες κατανάλωσης
Τουλάχιστον στην περίπτωση των οικιακών καταναλωτών, η
εφαρμογή της εισφοράς για το «μελλοντικό ΤΕΜ» θα υλοποιηθεί με τη
συνολική αναθεώρηση των μοναδιαίων χρεώσεων ΥΚΩ, όπως έγραψε χθες
το energypress. Κι αυτό γιατί παράλληλα με τη χρηματοδότηση του
μηχανισμού, το ΥΠΕΝ πρόκειται να περιορίσει τις επιβαρύνσεις για τα
νοικοκυριά που έχουν αυξημένη κατανάλωση ρεύματος – καθώς, για
παράδειγμα, για τη θέρμανσή τους χρησιμοποιούν πλέον ηλεκτρική ενέργεια,
αντί για πετρέλαιο ή φυσικό αέριο.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι πλέον θα εξισωθούν οι
μοναδιαίες χρεώσεις για τις τρεις υφιστάμενες κλίμακες κατανάλωσης, με
την τιμή τους να καθορίζεται στα 1,7 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα. Αυτό
σημαίνει αύξηση κατά 1,01 λεπτό του ευρώ για τις τετραμηνιαίες
καταναλώσεις έως 1600 κιλοβατώρες, καθώς η υφιστάμενη χρέωση ήταν 0,69
λεπτά. Αντίθετα, η επιβάρυνση για ΥΚΩ θα μειωθεί για τα νοικοκυριά που
«καίνε» περισσότερες κιλοβατώρες, αφού η χρέωση για την κλίμακα 1601 –
2000 KWh είναι αυτή τη στιγμή 5 λεπτά του ευρώ, και για πάνω από 2000
KWh 8,5 λεπτά του ευρώ.
Για τα νοικοκυριά με μικρές καταναλώσεις, δηλαδή που
«καίνε» έως 1.600 κιλοβατώρες τον τετράμηνο, η αναπροσαρμογή αυτή
αντιστοιχεί σε επιπλέον επιβάρυνση 4 ευρώ ανά μήνα. Προφανώς το ισοζύγιο
από τις αλλαγές θα είναι θετικό, ώστε να προκύψει η νέα χρηματορροή για
τον Μόνιμο Μηχανισμό Αντιστάθμισης.
Αλλαγή στρατηγικής του υπουργείου σε σχέση με τις χρεώσεις
Σύμφωνα με τον κ. Σκρέκα, οι σχετικές αλλαγές θα
εφαρμοσθούν τον Σεπτέμβριο. Υπενθυμίζεται ότι η αναπροσαρμογή των
χρεώσεων ΥΚΩ αποτελεί αρμοδιότητα του υπουργείου, με τη Ρυθμιστική Αρχή
Ενέργειας να έχει γνωμοδοτικό ρόλο.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η μείωση των χρεώσεων ΥΚΩ
(έστω και για τις υψηλότερες κλίμακες οικιακής κατανάλωσης), συνιστά
αλλαγή στην έως τώρα στρατηγική του υπουργείου. Από την έναρξη της
ενεργειακής κρίσης και έως τώρα, η στάση του ΥΠΕΝ ήταν να διατηρεί τις
μοναδιαίες χρεώσεις σταθερές αξιοποιώντας τα σχετικά πλεονάσματα του
αντίστοιχου Ειδικού Λογαριασμού (ΕΛΥΚΩ) για τη χρηματοδότηση μέτρων
στήριξης.
Έτσι, παρά το γεγονός ότι ο ΕΛΥΚΩ «γύρισε» σε θετικό
πρόσημο στο τέλος του 2021 (κυρίως χάρις στην έναρξη λειτουργίας της
«μικρής» διασύνδεσης της Κρήτης) με ένα πλεόνασμα της τάξης των 130
εκατ. ευρώ, οι μοναδιαίες χρεώσεις έμειναν αμετάβλητες. Το υπουργείο
επέλεξε να αξιοποιήσει το πλεόνασμα σε πρώτη φάση για να αναστείλει τις
χρεώσεις ΥΚΩ για τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις για ένα 5μηνο – από την 1η
Νοεμβρίου 2021 έως και τον Μάρτιο του 2022.
Με δεδομένο ότι φέτος θα είναι το πρώτο πλήρες έτος
λειτουργίας της «μικρής» διασύνδεσης, το θετικό ισοζύγιο εντός του 2022
έχει διευρυνθεί περισσότερο. Ως συνέπεια, μέσα στον Αύγουστο,
«ενεργοποιήθηκε» με ΚΥΑ επίσης η μεταφορά 300 εκατ. ευρώ από το
πλεόνασμα του ΕΛΥΚΩ στο ΤΕΜ. Σύμφωνα με πληροφορίες του energypress, ο
Ειδικός Λογαριασμός για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας θα κλείσει φέτος
με ένα πλεόνασμα της τάξης των 150 εκατ. ευρώ.