Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2020

Κλειδί στην διαπραγμάτευση Ελλάδας - Κομισιόν τα 200 εκατ. που ζητά η ΔΕΗ για τους λιγνίτες

 

Γιώργος Φιντικάκης

Σε ανώτατο κοινοτικό επίπεδο και με την προσδοκία ότι θα υπάρξει αποτέλεσμα μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου, έχει μεταφέρει η ελληνική πλευρα το αίτημα της ΔΕΗ για καταβολή αποζημίωσης 200 εκατ ευρώ ετησίως κατά την τριετία 2021- 2023. Δηλαδή για το διάστημα κατά το οποίο η επιχείρηση θα συνεχίσει να κρατά σε λειτουργία με ζημιά τις λιγνιτικές της μονάδες. Στο καλό σενάριο, εντός του προσεχούς διμήνου θα υπάρξουν θετικές εξελίξεις.

Στο κακό, δηλαδή αν η Κομισιόν δεν αλλάξει στάση και δεν ανάψει το πράσινο φως για αποδέσμευση αποζημίωσης προς την ΔΕΗ, αντίστοιχη με εκείνη που ενέκρινε για τους Ολλανδούς και τους Γερμανούς, τότε, όπως διαμηνύουν στο Energypress πηγές του ΥΠΕΝ, το σίριαλ του λιγνίτη δεν πρόκειται να κλείσει. Δηλαδή η Ελλάδα δεν θα δεχθεί να συμφωνήσει με τους κοινοτικούς στο κλείσιμο της μακροχρόνιας εκκρεμότητας του antitrust case, για την οποία η κυβέρνηση έχει προτείνει πρόσβαση των ανταγωνιστών της ΔΕΗ σε συγκεκριμένη ποσότητα λιγνιτικής παραγωγής.

Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, δεν είναι δυνατόν η Κομισιόν να ζητά από την Ελλάδα να εφαρμόσει ένα μηχανισμό στον οποίο οι ανταγωνιστές της ΔΕΗ θα έχουν πρόσβαση σε λιγνιτικές ποσότητες, όταν την ίδια στιγμή αρνείται να της δώσει αντισταθμιστικά μέτρα, όπως αυτά που έχει ζητήσει, κατ’ αναλογία των πρακτικών που ίσχυσαν σε άλλες χώρες. “Δηλαδή έχουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά, όταν την ώρα που βρέχει λεφτά για ενεργειακές επιχειρήσεις χωρών του Βορρά, η ΔΕΗ μένει απ’ έξω”, όπως λένε αρμόδιες πηγές, εξηγώντας πως είτε θα υπάρξει μια “λύση-πακέτο”, είτε δεν θα υπάρξει καθόλου λύση.

Εδώ και ένα περίπου χρόνο η ΔΕΗ έχει θέσει το αίτημα είσπραξης μέσω κάποιας μορφής μηχανισμού ανάκτησης κόστους, αποζημίωσης περί τα 200 εκατ. ευρώ ετησίως (οι ζημιές των λιγνιτών πέρυσι ανήλθαν στα 300 εκατ ευρώ) για την περίοδο μέχρι και το 2023. Δηλαδή έως και την οριστική απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων, τις οποίες πάντως η ΔΕΗ επιχειρεί ει δυνατόν να κλείσει νωρίτερα, προκειμένου να μειώσει όσο αυτό γίνεται τις ζημιές, όπως δείχνει και η πρόσφατη εξαγγελία Χατζηδάκη για την κατά έξι μήνες νωρίτερη απόσυρση της "Μεγαλόπολη 3".

Στο σενάριο ωστόσο που οι Βρυξέλλες δεν αποδεχτούν το ελληνικό αίτημα, τότε πιθανότατα το δεκαετές σίριαλ με το λιγνίτη θα τραβήξει κι άλλο. Το οξύμωρο σε μια τέτοια περίπτωση, πολλώ δε μάλλον στο ακραίο και μάλλον απίθανο σενάριο μιας εκ νέου παραπομπής της Ελλάδας στο Ευρωδικαστήριο για το μονοπώλιο λιγνίτη, είναι ότι η διαμάχη θα έχανε κάθε ουσία. Έως ότου να φτάσει να εκδικαστεί η υπόθεση, η λιγνιτική παραγωγή θα έχει μειωθεί έτι περαιτέρω, άρα οι δυνητικοί ωφελούμενοι προμηθευτές θα απολάμβαναν ακόμη μικρότερο κέρδος απ’ αυτό που προβλέπει η ελληνική πρόταση, δηλαδή την διάθεση σε προκαθορισμένη τιμή και επ ουδενί κάτω του κόστους, ποσότητας ίσης με το 40% της εκάστοτε παραγόμενης λιγνιτικής ενέργειας. Σε μια περίοδο όπου κάθε εξάμηνο που περνά, οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ δουλεύουν όλο και λιγότερο, είναι προφανές ότι όσο θα καθυστερεί η εφαρμογή του μέτρου, τόσο μικρότερα θα είναι και τα οφέλη για τους προμηθευτές.

Ειδική αναφορά για την πρόοδο στο θέμα του antitrust case περιελάμβανε η προ ημερών 7η έκθεση της Κομισιόν για την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας στην μεταμνημονιακή εποχή. Οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρονταν στην λειτουργία ενός μηχανισμού στον οποίο οι ανταγωνιστές της ΔΕΗ θα έχουν πρόσβαση σε ένα ορισμένο μερίδιο παραγωγής φορτίου βάσης, καθώς και για τη διενέργεια market test επί του συγκεκριμένου εργαλείου. Αυτό θα πρέπει να διασφαλίζει τη διαφανή διαδικασία πρόσβασης στην εκχωρούμενη ισχύ και μικρότερων παικτών της λιανικής καθώς και τον λεπτομερή μηχανισμό εφαρμογής με άμεση συμμετοχή της κυβέρνησης στη σύνθεση του σχήματος.