ΜΟΝΟ ως «πακέτο» με ορυχεία λιγνίτη ή υδροηλεκτρικού σταθμού μπορούν να πωληθούν μονάδες της ΔΕΗ υποστηρίζουν στελέχη της αγοράς ενέργειας, τα οποία προβλέπουν ότι ουδείς θα επενδύσει μόνο στους απαρχαιωμένους θερμοηλεκτρικού σταθμού χωρίς πρόσβαση σε πρώτη ύλη ή σε μονάδες με εναλλακτικό καύσιμο.
Οι ίδιοι τονίζουν ότι το «μοντέλο της ιταλικής ΕΝΕL», που εμφανίζεται ωδ το ιδανικότερο για τη ΔΕΗ επειδή υποτίθεται ότι θα φέρει έσοδα από πώληση μονάδων και παράλληλα θα ανοίξει την αγορά στον ανταγωνισμό, πρέπει να εφαρμοστεί με προσοχή ώστε να υπάρξει πραγματική απελευθέρωση.
Πιέσεις
Την ίδια στιγμή, Κινέζοι και εγχώριοι ενδιαφερόμενοι πιέζουν για πώληση του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς εξασφαλίζει σίγουρα ετήσια έσοδα και μικρά κέρδη στον επενδυτή. Δεν ισχύει το ίδιο με όσους αγοράσουν μονάδες παραγωγής ενέργειας, καθώς φοβούνται ότι οι στρεβλώσεις της ελληνικής αγοράς ενέργειας ενδέχεται να τους φορτώσουν με ζημιές.
Η κυβέρνηση, όμως, έχει δεσμευτεί μέσω των προγραμματικών δηλώσεων ότι δεν θα πωληθούν δίκτυα. Η ΕΝΕL υποχρεώθηκε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας να μεταβιβάσει στον ιδιωτικό τομέα δυναμικότητα περί τα 15.000 ΜW μέσω της δημιουργίας τριών ξεχωριστών εταιριών οι οποίες και πωλήθηκαν. Τα έσοδα από τη μεταβίβαση των τριών εταιριών (Eurogen, Εlletrogen καιInterpower) που έγινε σε εποχές ευφορίας γιατί αγορές, προσέγγισαν τα 8,3 δισ. ευρώ, αλλά ο τρόπος επιλογής των μονάδων που πωλήθηκαν εκτιμάται ότι δεν ήταν ο βέλτιστος από πλευράς ανοίγματος της ιταλικής αγοράς. «Αν η κυβέρνηση καταλήξει σε ένα αντίστοιχο μοντέλο “σπασίματος” της ΔΕΗ σε δύο – τρία κομμάτια, τότε θα χρειαστεί σοβαρή μελέτη για τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που θα μεταβιβαστούν στον ιδιωτικό τομέα» λένε όσοι παρακολουθούν τον τομέα ενέργειας.
Το σχέδιο που είχε συμφωνηθεί με την Κομισιόν για πώληση τριών λιγνιτικών μονάδων της Φλώρινας και μίας της Μεγαλόπολης δεν θεωρείται πολιτικά εφικτό.
Γι’ αυτό εξάλλου «σέρνεται» εδώ και δύο χρόνια, μολονότι διαφημίζεται ως η μαγική συνταγή για το άνοιγμα της αγοράς λιγνίτη.
Από την άλλη πλευρά, η πώληση υδροηλεκτρικών μονάδων για τις οποίες το Ελληνικό Δημόσιο έχει πληρώσει τεράστια ποσά (στην ουσία δύσκολα κατασκευάζονται τέτοια έργα στις παρούσες συνθήκες) θα προκαλέσει, επίσης, αντιδράσεις. Οι Ιταλοί, μέσω της πώλησης των τριών θυγατρικών της ΕΝΕL, σε περίοδο λιγότερο ταραγμένη από τη σημερινή, κατάφεραν να φέρουν τον διεθνή ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Η Elletrogen είχε αποκτηθεί από την ισπανική Εndes που τώρα ελέγχεται από την ΕΝΕL (!) και η Ιnterpower από κοινοπραξία υπό τη βελγική Εlectrabel.
Η μεγαλύτερη θυγατρική, η Eurogen με μονάδες ισχύος περί τα 7.000 Μ\ν, είχε μείνει σε ιταλικά χέρια. Με το σημερινό κλίμα στις διεθνείς αγορές, πολλοί φοβούνται ότι ακόμα κι αν η ΔΕΗ πωλούσε αύριο μονάδες, δύσκολα θα εμφανίζονταν σοβαροί ξένοι επενδυτές, καθώς η αγορά ενέργειας βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Πέρα από τα προβλήματα ρευστότητας και τον υψηλό δανεισμό της ΔΕΗ (τμήμα του οποίου, περί τα 525.000.000 ευρώ, αναχρηματοδότησε πρόσφατα με απίστευτα επιτόκια για κραταιά επιχείρηση), η ελληνική χρεοκοπία έχει σοβαρές παρενέργειες και σε άλλα μέτωπα. Η ΔΕΗ καλείται να πωλήσει μονάδες, την ίδια στιγμή που δεν μπορεί να επενδύσει στην αναβάθμιση υφισταμένων ή στην μετασκευή νέων.
Το παράδειγμα
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Μονάδα 5 της Πτολεμαΐδας, προϋπολογισμού 1,3 δισ. ευρώ. Η ΔΕΗ έχει από πέρυσι ανάδοχο (ΓΕΚ – ΤΕΡΝΑ), αλλά αδυνατεί να υπογράψει σύμβαση γιατί δεν έχει βρει τα απαραίτητα κεφάλαια.
Την ίδια στιγμή επιβαρύνεται σημαντικά από τη λειτουργία παλαιών μονάδων με εξαιρετικά χαμηλή απόδοση (κάποιες με απόδοση μόλις 20%, ποσοστό που σημαίνει ότι από τον έναν τόνο λιγνίτη που καταναλώνει η μονάδα τα 800 κιλά χάνονται).
Η κυβέρνηση καλείται να καλύψει ταυτόχρονα τρεις στόχους:
Να ανοίξει την αγορά λιγνίτη, να διασώσει τη συνολική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και να τραβήξει τη ΔΕΗ από το χείλος του γκρεμού.
Γι’ αυτό και η ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος προτείνει το «ξήλωμα» ολόκληρου του ρυθμιστικού πλαισίου που οδήγησε την αγορά στη σημερινή κατάσταση. Αν δεν αλλάξει άμεσα το πλαίσιο, όχι μόνο δεν θα έχουμε επενδύσεις στον μοναδικό τομέα της ελληνικής οικονομίας που εμφάνιζε μέχρι πρόσφατα αντοχές, αλλά θα γίνουμε μάρτυρες ντόμινο χρεοκοπιών και φυγής κεφαλαίων. Aπο την εφημερίδα Δημοκρατία
Οι ίδιοι τονίζουν ότι το «μοντέλο της ιταλικής ΕΝΕL», που εμφανίζεται ωδ το ιδανικότερο για τη ΔΕΗ επειδή υποτίθεται ότι θα φέρει έσοδα από πώληση μονάδων και παράλληλα θα ανοίξει την αγορά στον ανταγωνισμό, πρέπει να εφαρμοστεί με προσοχή ώστε να υπάρξει πραγματική απελευθέρωση.
Πιέσεις
Την ίδια στιγμή, Κινέζοι και εγχώριοι ενδιαφερόμενοι πιέζουν για πώληση του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς εξασφαλίζει σίγουρα ετήσια έσοδα και μικρά κέρδη στον επενδυτή. Δεν ισχύει το ίδιο με όσους αγοράσουν μονάδες παραγωγής ενέργειας, καθώς φοβούνται ότι οι στρεβλώσεις της ελληνικής αγοράς ενέργειας ενδέχεται να τους φορτώσουν με ζημιές.
Η κυβέρνηση, όμως, έχει δεσμευτεί μέσω των προγραμματικών δηλώσεων ότι δεν θα πωληθούν δίκτυα. Η ΕΝΕL υποχρεώθηκε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας να μεταβιβάσει στον ιδιωτικό τομέα δυναμικότητα περί τα 15.000 ΜW μέσω της δημιουργίας τριών ξεχωριστών εταιριών οι οποίες και πωλήθηκαν. Τα έσοδα από τη μεταβίβαση των τριών εταιριών (Eurogen, Εlletrogen καιInterpower) που έγινε σε εποχές ευφορίας γιατί αγορές, προσέγγισαν τα 8,3 δισ. ευρώ, αλλά ο τρόπος επιλογής των μονάδων που πωλήθηκαν εκτιμάται ότι δεν ήταν ο βέλτιστος από πλευράς ανοίγματος της ιταλικής αγοράς. «Αν η κυβέρνηση καταλήξει σε ένα αντίστοιχο μοντέλο “σπασίματος” της ΔΕΗ σε δύο – τρία κομμάτια, τότε θα χρειαστεί σοβαρή μελέτη για τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που θα μεταβιβαστούν στον ιδιωτικό τομέα» λένε όσοι παρακολουθούν τον τομέα ενέργειας.
Το σχέδιο που είχε συμφωνηθεί με την Κομισιόν για πώληση τριών λιγνιτικών μονάδων της Φλώρινας και μίας της Μεγαλόπολης δεν θεωρείται πολιτικά εφικτό.
Γι’ αυτό εξάλλου «σέρνεται» εδώ και δύο χρόνια, μολονότι διαφημίζεται ως η μαγική συνταγή για το άνοιγμα της αγοράς λιγνίτη.
Από την άλλη πλευρά, η πώληση υδροηλεκτρικών μονάδων για τις οποίες το Ελληνικό Δημόσιο έχει πληρώσει τεράστια ποσά (στην ουσία δύσκολα κατασκευάζονται τέτοια έργα στις παρούσες συνθήκες) θα προκαλέσει, επίσης, αντιδράσεις. Οι Ιταλοί, μέσω της πώλησης των τριών θυγατρικών της ΕΝΕL, σε περίοδο λιγότερο ταραγμένη από τη σημερινή, κατάφεραν να φέρουν τον διεθνή ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Η Elletrogen είχε αποκτηθεί από την ισπανική Εndes που τώρα ελέγχεται από την ΕΝΕL (!) και η Ιnterpower από κοινοπραξία υπό τη βελγική Εlectrabel.
Η μεγαλύτερη θυγατρική, η Eurogen με μονάδες ισχύος περί τα 7.000 Μ\ν, είχε μείνει σε ιταλικά χέρια. Με το σημερινό κλίμα στις διεθνείς αγορές, πολλοί φοβούνται ότι ακόμα κι αν η ΔΕΗ πωλούσε αύριο μονάδες, δύσκολα θα εμφανίζονταν σοβαροί ξένοι επενδυτές, καθώς η αγορά ενέργειας βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Πέρα από τα προβλήματα ρευστότητας και τον υψηλό δανεισμό της ΔΕΗ (τμήμα του οποίου, περί τα 525.000.000 ευρώ, αναχρηματοδότησε πρόσφατα με απίστευτα επιτόκια για κραταιά επιχείρηση), η ελληνική χρεοκοπία έχει σοβαρές παρενέργειες και σε άλλα μέτωπα. Η ΔΕΗ καλείται να πωλήσει μονάδες, την ίδια στιγμή που δεν μπορεί να επενδύσει στην αναβάθμιση υφισταμένων ή στην μετασκευή νέων.
Το παράδειγμα
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Μονάδα 5 της Πτολεμαΐδας, προϋπολογισμού 1,3 δισ. ευρώ. Η ΔΕΗ έχει από πέρυσι ανάδοχο (ΓΕΚ – ΤΕΡΝΑ), αλλά αδυνατεί να υπογράψει σύμβαση γιατί δεν έχει βρει τα απαραίτητα κεφάλαια.
Την ίδια στιγμή επιβαρύνεται σημαντικά από τη λειτουργία παλαιών μονάδων με εξαιρετικά χαμηλή απόδοση (κάποιες με απόδοση μόλις 20%, ποσοστό που σημαίνει ότι από τον έναν τόνο λιγνίτη που καταναλώνει η μονάδα τα 800 κιλά χάνονται).
Η κυβέρνηση καλείται να καλύψει ταυτόχρονα τρεις στόχους:
Να ανοίξει την αγορά λιγνίτη, να διασώσει τη συνολική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και να τραβήξει τη ΔΕΗ από το χείλος του γκρεμού.
Γι’ αυτό και η ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος προτείνει το «ξήλωμα» ολόκληρου του ρυθμιστικού πλαισίου που οδήγησε την αγορά στη σημερινή κατάσταση. Αν δεν αλλάξει άμεσα το πλαίσιο, όχι μόνο δεν θα έχουμε επενδύσεις στον μοναδικό τομέα της ελληνικής οικονομίας που εμφάνιζε μέχρι πρόσφατα αντοχές, αλλά θα γίνουμε μάρτυρες ντόμινο χρεοκοπιών και φυγής κεφαλαίων. Aπο την εφημερίδα Δημοκρατία