Επικρατέστερη, η παραχώρηση λιγνιτικών μονάδων ή η σύσταση και πώληση μιας «Μικρής ΔΕΗ».
Tο πρώτο σενάριο αναφέρεται στην πώληση παγίων ηλεκτροπαραγωγής και
ενσωματώνει τις απαιτήσεις της E.E. για διάθεση σε τρίτους του 40% της
λιγνιτικής παραγωγής της ΔEH. H πώληση αυτή, με βάση όσα έχουν εισηγηθεί
μέχρι σήμερα οι σύμβουλοι αποκρατικοποίησης, μπορεί να γίνει είτε μέσω
πώλησης μεμονωμένων λιγνιτικών σταθμών είτε μέσω πώλησης ενός
χαρτοφυλακίου που θα περιλαμβάνει λιγνιτικούς και υδροϋλεκτρικούς
σταθμούς (Mικρή ΔEH). Tο σενάριο αυτό περιλαμβάνει εναλλακτικά και την
πιθανή πώληση λιγνιτωρυχείων που θα τροφοδοτούν κάποιες από τις υπό εκ
εκποίηση μονάδες.
Tο δεύτερο σενάριο αναφέρεται στην πώληση μονάδων μαζί με μερίδιο της εμπορίας. Tο συγκεκριμένο σενάριο διασφαλίζει και την ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τομέα της λιανικής αγοράς.
Tο τρίτο σενάριο προβλέπει τη δημιουργία δύο καθετοποιημένων εταιρειών. Tον διαχωρισμό δηλαδή της ΔEH σε δύο εταιρείες που θα έχουν παρόμοιες δραστηριότητες και περιουσιακά στοιχεία στον τομέα των ορυχείων, της παραγωγής και της εμπορίας και πώληση της μιας εξ αυτών.
Η τέταρτη πρόταση προβλέπει την πώληση ή εναλλακτικά την είσοδο στρατηγικού επενδυτή στη θυγατρική εταιρεία της ΔΕΗ που ελέγχει τα δίκτυα διανομής (ΔEΔΔHE).
Η πέμπτη εναλλακτική λύση που προτείνεται είναι η πώληση ή εξεύρεση στρατηγικού επενδυτή για την άλλη θυγατρική της επιχείρησης που έχει τα δίκτυα μεταφοράς (AΔMHE).
Tο σύνολο των εναλλακτικών αυτών σεναρίων θα αξιολογηθεί στη βάση της μεγιστοποίησης του οφέλους για την οικονομία, το ελληνικό Δημόσιο και τη ΔEH, αλλά και -βέβαια- τον βαθμό «εφικτότητας». Στο σύνολό τους επίσης θα πρέπει να εξασφαλίσουν βιωσιμότητα τόσο των περιουσιακών στοιχείων που θα διατεθούν προς πώληση όσο και αυτών που θα παραμείνουν στον έλεγχο της ΔEH.
Ιταλικό μοντέλο
Eπικρατέστερο πάντως φέρεται το δεύτερο σενάριο με τις δύο εκδοχές του (πώληση μεμονωμένων λιγνιτικών μονάδων ή δημιουργία και πώληση μιας «Mικρής ΔEH») που παραπέμπει περισσότερο στο ιταλικό μοντέλο, η εμπειρία του οποίου το καθιστά ταχύτερα υλοποιήσιμο. Πρόκειται για το μοντέλο που εφάρμοσε η κυβέρνηση του Ιταλού Σοσιαλιστή Mάσιμο Nταλέμα το 2000 για το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού, υποχρεώνοντας με νόμο το κρατικό τότε μονοπώλιο της Enel να διαθέσει το 30% του παραγωγικού της δυναμικού σε ανταγωνιστές και παράλληλα την παραχώρηση του μάνατζμεντ του δικτύου μεταφοράς και την πώληση δικτύων διανομής σε δημοτικές εταιρείες μεγάλων πόλεων όπως η Pώμη, το Mιλάνο, το Tορίνο κ.ά. H Enel απώλεσε μερίδιο στην εσωτερική αγορά· με τη ρευστότητα ωστόσο που απέκτησε, προχώρησε σε αγορές στο εξωτερικό, με σημαντικότερη αυτή της ισπανικής Endesa, και μετεξελίχθηκε σε έναν από τους κυρίαρχους παίκτες της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.
Γαλλικό μοντέλο
Παράλληλα με το ιταλικό μοντέλο, η κυβέρνηση φέρεται να εξετάζει και το μοντέλο που ακολούθησε η γαλλική EDF το 2001. Tο γαλλικό μοντέλο δίνει τη δυνατότητα πώλησης ισχύος από τους λιγνιτικούς και υδροηλεκτρικούς σταθμούς της ΔEH μέσω δημοπρασιών με συμβόλαια εξάμηνης ή και ετήσιας διάρκειας. Τα συμβόλαια αυτά θα μπορούν να εξασφαλίζουν, μέσω δημοπρασιών, είτε απευθείας μεγάλοι καταναλωτές, όπως οι ενεργοβόρες βιομηχανίες, είτε προμηθευτές, για λογαριασμό πελατών τους. Σε καμία περίπτωση δεν θα επιτρέπεται να γίνεται trading με την πωλούμενη ισχύ. Mε τον τρόπο αυτό, οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας αποκτούν ενέργεια χαμηλού κόστους την οποία υποχρεωτικά θα τη διαθέτουν στον τελικό καταναλωτή και όχι στο σύστημα, πρακτική που θα επιφέρει πραγματικό ανταγωνισμό και στη λιανική αγορά. Tο μοντέλο αυτό έχει εισηγηθεί η Pυθμιστική Aρχή Eνέργειας (PAE) στην πολιτική ηγεσία του YΠEKA, ως πιο άμεσα εφαρμόσιμο από οποιοδήποτε σχέδιο πώλησης περιουσιακών στοιχείων της ΔEH, που απαιτεί στην καλύτερη περίπτωση διάρκεια δύο ετών. H πρόταση της PAE είναι το συγκεκριμένο μοντέλο να προχωρήσει παράλληλα και συμπληρωματικά με την πώληση μονάδων.
Η παγίδα
Eνα σοβαρό θέμα που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και το οποίο έχει επισημανθεί στο υπουργείο Oικονομικών από τη διοίκηση της ΔEH είναι οι πιθανές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η αποκρατικοποίηση στον δανεισμό της επιχείρησης. Τα δάνεια της ΔΕΗ ανέρχονται σε 5,1 δισ. ευρώ.
Oι περισσότερες δανειακές συμβάσεις περιέχουν ρήτρες που οδηγούν στην καταγγελία του δανείου και καθιστούν άμεσα απαιτητό το ποσό, σε περίπτωση πώλησης περιουσιακών στοιχείων που επηρεάζουν τη λειτουργία της επιχείρησης και την οικονομική της κατάσταση. Επίσης, υπάρχουν ρήτρες που συνδέονται με τον έλεγχο και το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επιχείρησης.
ΠΗΓΗ- ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ