http://www.energypress.gr/
Από το νέο έτος σταματά η δωρεάν διανομή δικαιωμάτων εκπομπής CO2 στην ηλεκτροπαραγωγή, αλλά η χώρα μας ούτε ζήτησε εξαίρεση από την Ε.Ε., ούτε έχει ετοιμάσει μηχανισμό αντιστάθμισης για να μην καταρρεύσει η βιομηχανία.
Για την προστασία της βιομηχανίας από την συνολική επιβάρυνση που θα έχει λόγω της εφαρμογής του νέου μηχανισμού ελέγχου των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) έχει καταθέσει στην κυβέρνηση σχέδιο τριών σημείων:
Πρώτον, να κατατεθεί αίτημα εξαίρεσης (derogation) για τη μη εφαρμογή από 1/1/2013 του υποχρεωτικού μηχανισμού δικαιωμάτων ρύπων στην ηλεκτροπαραγωγή σε αναλογία με την εξαίρεση που πέτυχαν τα 10 νέα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. με τη χορήγηση δωρεάν δικαιωμάτων που δεν θα υπερβαίνουν το 70% των πραγματικών εκπομπών του 2013 και που σταδιακά θα μειωθούν και θα μηδενιστούν το 2020
Δεύτερον, εναλλακτικά, να καθοριστεί το συντομότερο δυνατό ο εθνικός μηχανισμός ώστε να δεσμευτεί επαρκές ποσοστό των εσόδων από τις κρατικές δημοπρασίες δικαιωμάτων για τη στήριξη της βιομηχανίας.
Τρίτον, να στηριχθεί η εγχώρια βιομηχανία στο μέγιστο δυνατό βαθμό, τουλάχιστον σε ποσοστό 60% του έμμεσου κόστους.
Ποιο είναι το πλαίσιο
Με το σημερινό σύστημα ελέγχου των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, κάθε ενεργοβόρα βιομηχανία, μεταξύ των οποίων και η ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες, δικαιούται ένα σημαντικό αριθμό «δικαιωμάτων ρύπων». Όταν τον ξεπεράσει, πρέπει να πληρώσει για να αγοράσει τα «δικαιώματα» που της λείπουν από τα «χρηματιστήρια ρύπων» που λειτουργούν διεθνώς. Εκεί βγαίνουν προς πώληση περισσευούμενα «δικαιώματα» ή «δικαιώματα» που αποκτούν άλλες εταιρείες λόγω της οικολογικής δραστηριότητάς τους (όπως για παράδειγμα λόγω της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές).
Στη χώρα μας όλες οι ενεργοβόρες βιομηχανίες καλύπτονται λίγο – πολύ με τα δωρεάν «δικαιώματα» που τους έχουν κατανεμηθεί. Ειδικά με την πτώση που επέφερε η κρίση στη βιομηχανική παραγωγή, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις μονάδων που διαθέτουν και περίσσευμα «δικαιωμάτων» προς πώληση. Η ΔΕΗ με τις παλιές λιγνιτικές ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες είναι η μόνη που χρειάζεται να αγοράσει επιπλέον «ρύπους», αλλά και πάλι το κόστος αυτό δεν ξεπερνά τα 5 εκατ. ευρώ το χρόνο.
Νέο καθεστώς
Ωστόσο, τα πράγματα αλλάζουν εντελώς από την 1η Ιανουαρίου του 2013, οπότε μπαίνει σε εφαρμογή σε όλη την Ευρώπη ο νέος, αυστηρότερος, μηχανισμός εμπορίας (ETS). Με βάση το νέο καθεστώς, καταργείται η δωρεάν κατανομή «δικαιωμάτων» αερίων ρύπων CO2 στην ηλεκτροπαραγωγή και συνεπώς οι ηλεκτρικές εταιρείες θα πρέπει να πληρώνουν στο εθνικό «πράσινο ταμείο» και στα διεθνή χρηματιστήρια, για όλα τα «δικαιώματα» που αντιστοιχούν στην παραγωγή τους. Πρόκειται για μια τεράστια επιβάρυνση που θα αλλάξει άρδην ολόκληρο το σκηνικό στο κόστος του ρεύματος.
Υπολογίζεται ότι, εάν οι χρηματιστηριακές τιμές των «δικαιωμάτων» παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα (περίπου 10 ευρώ ο τόνος), η ΔΕΗ με το νέο καθεστώς θα πρέπει να πληρώνει επιπλέον περίπου 12 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Συνολικά, θα επιβαρυνθεί περίπου με 500 εκατ. ευρώ το χρόνο καθώς χρειάζεται περίπου 50 εκ. «δικαιώματα» ή αλλιώς 1,2 τόνους Co2 ανά Μεγαβατώρα. Στην περίπτωση, δε, που αυξηθούν τεχνητά οι τιμές, όπως επιδιώκουν διεθνώς ορισμένα ενεργειακά λόμπι, τότε η συνολική επιβάρυνση θα είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Το κόστος αυτό είναι αδύνατον να το επωμιστεί η ΔΕΗ από μόνη της και συνεπώς θα περάσει στα τιμολόγια ρεύματος. Και αν για τα οικιακά τιμολόγια υπάρχει το «μαξιλάρι» της κρατικής ρύθμισης που πιθανόν θα οδηγήσει σε σταδιακή και όχι άμεση αύξησή τους, δεν ισχύει το ίδιο για τα τιμολόγια της βιομηχανίας (υψηλής και μέσης τάσης) που έχουν ήδη απελευθερωθεί. Εδώ η ΔΕΗ, ακόμα και αν δεν το επιθυμούσε, θα είναι υποχρεωμένη να επιβάλλει αυξήσεις αντίστοιχες με την επιβάρυνσή της, προκειμένου τα τιμολόγια πώλησης ρεύματος να καλύπτουν το κόστος παραγωγής και να δίνουν εύλογο κέρδος.
Πλήγμα
Ωστόσο, όπως σημειώνουν κύκλοι της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας, περεταίρω αύξηση του ενεργειακού κόστους σε μια ήδη χειμαζόμενη βιομηχανία θεωρείται βέβαιον ότι θα επιφέρει καθοριστικό πλήγμα στην ανταγωνιστικότητά της. «Ελάχιστες βιομηχανίες θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν» λέγεται χαρακτηριστικά. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι η χώρα μας όχι μόνον υπήρξε πάντα πρόθυμη να υιοθετήσει τις νέες περιβαλλοντικές δεσμεύσεις, αλλά επιπλέον δεν έχει κάνει καμία προετοιμασία ή προεργασία, ώστε να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες προστασίας από τις επιπτώσεις του μηχανισμού ή ακόμη και για να λάβει μια εξαίρεση όπως συνέβη με την περίπτωση αρκετών άλλων χωρών.
Ως γνωστόν, ο μηχανισμός ελέγχου των ρύπων (ETS) ισχύει μόνο για τις χώρες της Ευρώπης. Στην έναρξη όμως της διαδικασίας οι χώρες που εισήλθαν τελευταίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Βουλγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Κύπρος κ.λπ. ) υπέβαλλαν σχετικό αίτημα και κατάφεραν να εξαιρεθούν από τις υποχρεώσεις του μέχρι το 2020. Εκτιμάται ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποσπάσει και η χώρα μας εάν το ζητούσε, πράγμα που δεν έκανε καθώς, όπως σχολιάζουν παράγοντες της βιομηχανίας, «η πολιτική επιλογή των προηγούμενων κυβερνήσεων ήταν η υποστήριξη της πράσινης ανάπτυξης, χωρίς όμως να έχουμε τα εφόδια».
Πρακτικά, σημαντικοί ανταγωνιστές της Ελλάδας σε βιομηχανικό επίπεδο όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία θα έχουν μέχρι το 2020 ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των ελληνικών επιχειρήσεων.
Αντιστάθμιση
Εκείνο όμως που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι η χώρα μας δεν φαίνεται να αξιοποιεί ούτε τις υφιστάμενες δυνατότητες για την άμβλυνση των επιπτώσεων που θα έχει στη βιομηχανία η αύξηση του ρεύματος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την Οδηγία 29/2009 σχεδίασε έναν μηχανισμό υποστήριξης - αντιστάθμισης της επιβάρυνσης για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας όπως μεταλλουργία, αλουμίνιο, χαλυβουργία, χαρτί, κλωστοϋφαντουργία κ.λ.π Συγκεκριμένα προβλέπει την επιδότησή τους κατά ένα ποσοστό περίπου 60% ανάλογα με την επιχείρηση και την αξιολόγησή της σε σχέση με τις βέλτιστες πρακτικές. Ωστόσο η Οδηγία καθορίζει μόνο το μέγιστο ποσό επιδότησης που μπορεί να πάρει μια εγκατάσταση και το κάθε Κράτος Μέλος έχει την ευχέρεια να αποφασίσει για το ύψος και το μηχανισμό των επιδοτήσεων προς τη βιομηχανία. Με δεδομένο ότι η υποστήριξη θα παρέχεται από εθνικούς πόρους, δημιουργούνται δυνητικά τεράστιες ανισορροπίες εντός της Ευρώπης, αφού κάποιες χώρες (π.χ. Αγγλία, Γερμανία κ.λπ.), έχουν διαθέσιμους πόρους και ήδη έχουν δεσμευτεί για μέγιστη επιδότηση της βιομηχανίας τους έχοντας καθορίσει με ακρίβεια το μηχανισμό, ενώ άλλες δεν είναι βέβαιο αν και πότε θα έχουν ανάλογη δυνατότητα.
Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, δεν υπάρχει καμία προετοιμασία μέχρι σήμερα, πολλώ μάλλον απόφαση, ενώ είναι αμφίβολο το πόσα χρήματα μπορούν να διατεθούν. Αυτή η κατηγορία βιομηχανιών υπολογίζεται ότι θα επιβαρυνθεί στη χώρα μας περίπου με 50 εκατ. ευρώ το χρόνο.
Από το νέο έτος σταματά η δωρεάν διανομή δικαιωμάτων εκπομπής CO2 στην ηλεκτροπαραγωγή, αλλά η χώρα μας ούτε ζήτησε εξαίρεση από την Ε.Ε., ούτε έχει ετοιμάσει μηχανισμό αντιστάθμισης για να μην καταρρεύσει η βιομηχανία.
Για την προστασία της βιομηχανίας από την συνολική επιβάρυνση που θα έχει λόγω της εφαρμογής του νέου μηχανισμού ελέγχου των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) έχει καταθέσει στην κυβέρνηση σχέδιο τριών σημείων:
Πρώτον, να κατατεθεί αίτημα εξαίρεσης (derogation) για τη μη εφαρμογή από 1/1/2013 του υποχρεωτικού μηχανισμού δικαιωμάτων ρύπων στην ηλεκτροπαραγωγή σε αναλογία με την εξαίρεση που πέτυχαν τα 10 νέα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. με τη χορήγηση δωρεάν δικαιωμάτων που δεν θα υπερβαίνουν το 70% των πραγματικών εκπομπών του 2013 και που σταδιακά θα μειωθούν και θα μηδενιστούν το 2020
Δεύτερον, εναλλακτικά, να καθοριστεί το συντομότερο δυνατό ο εθνικός μηχανισμός ώστε να δεσμευτεί επαρκές ποσοστό των εσόδων από τις κρατικές δημοπρασίες δικαιωμάτων για τη στήριξη της βιομηχανίας.
Τρίτον, να στηριχθεί η εγχώρια βιομηχανία στο μέγιστο δυνατό βαθμό, τουλάχιστον σε ποσοστό 60% του έμμεσου κόστους.
Ποιο είναι το πλαίσιο
Με το σημερινό σύστημα ελέγχου των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, κάθε ενεργοβόρα βιομηχανία, μεταξύ των οποίων και η ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες, δικαιούται ένα σημαντικό αριθμό «δικαιωμάτων ρύπων». Όταν τον ξεπεράσει, πρέπει να πληρώσει για να αγοράσει τα «δικαιώματα» που της λείπουν από τα «χρηματιστήρια ρύπων» που λειτουργούν διεθνώς. Εκεί βγαίνουν προς πώληση περισσευούμενα «δικαιώματα» ή «δικαιώματα» που αποκτούν άλλες εταιρείες λόγω της οικολογικής δραστηριότητάς τους (όπως για παράδειγμα λόγω της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές).
Στη χώρα μας όλες οι ενεργοβόρες βιομηχανίες καλύπτονται λίγο – πολύ με τα δωρεάν «δικαιώματα» που τους έχουν κατανεμηθεί. Ειδικά με την πτώση που επέφερε η κρίση στη βιομηχανική παραγωγή, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις μονάδων που διαθέτουν και περίσσευμα «δικαιωμάτων» προς πώληση. Η ΔΕΗ με τις παλιές λιγνιτικές ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες είναι η μόνη που χρειάζεται να αγοράσει επιπλέον «ρύπους», αλλά και πάλι το κόστος αυτό δεν ξεπερνά τα 5 εκατ. ευρώ το χρόνο.
Νέο καθεστώς
Ωστόσο, τα πράγματα αλλάζουν εντελώς από την 1η Ιανουαρίου του 2013, οπότε μπαίνει σε εφαρμογή σε όλη την Ευρώπη ο νέος, αυστηρότερος, μηχανισμός εμπορίας (ETS). Με βάση το νέο καθεστώς, καταργείται η δωρεάν κατανομή «δικαιωμάτων» αερίων ρύπων CO2 στην ηλεκτροπαραγωγή και συνεπώς οι ηλεκτρικές εταιρείες θα πρέπει να πληρώνουν στο εθνικό «πράσινο ταμείο» και στα διεθνή χρηματιστήρια, για όλα τα «δικαιώματα» που αντιστοιχούν στην παραγωγή τους. Πρόκειται για μια τεράστια επιβάρυνση που θα αλλάξει άρδην ολόκληρο το σκηνικό στο κόστος του ρεύματος.
Υπολογίζεται ότι, εάν οι χρηματιστηριακές τιμές των «δικαιωμάτων» παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα (περίπου 10 ευρώ ο τόνος), η ΔΕΗ με το νέο καθεστώς θα πρέπει να πληρώνει επιπλέον περίπου 12 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Συνολικά, θα επιβαρυνθεί περίπου με 500 εκατ. ευρώ το χρόνο καθώς χρειάζεται περίπου 50 εκ. «δικαιώματα» ή αλλιώς 1,2 τόνους Co2 ανά Μεγαβατώρα. Στην περίπτωση, δε, που αυξηθούν τεχνητά οι τιμές, όπως επιδιώκουν διεθνώς ορισμένα ενεργειακά λόμπι, τότε η συνολική επιβάρυνση θα είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Το κόστος αυτό είναι αδύνατον να το επωμιστεί η ΔΕΗ από μόνη της και συνεπώς θα περάσει στα τιμολόγια ρεύματος. Και αν για τα οικιακά τιμολόγια υπάρχει το «μαξιλάρι» της κρατικής ρύθμισης που πιθανόν θα οδηγήσει σε σταδιακή και όχι άμεση αύξησή τους, δεν ισχύει το ίδιο για τα τιμολόγια της βιομηχανίας (υψηλής και μέσης τάσης) που έχουν ήδη απελευθερωθεί. Εδώ η ΔΕΗ, ακόμα και αν δεν το επιθυμούσε, θα είναι υποχρεωμένη να επιβάλλει αυξήσεις αντίστοιχες με την επιβάρυνσή της, προκειμένου τα τιμολόγια πώλησης ρεύματος να καλύπτουν το κόστος παραγωγής και να δίνουν εύλογο κέρδος.
Πλήγμα
Ωστόσο, όπως σημειώνουν κύκλοι της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας, περεταίρω αύξηση του ενεργειακού κόστους σε μια ήδη χειμαζόμενη βιομηχανία θεωρείται βέβαιον ότι θα επιφέρει καθοριστικό πλήγμα στην ανταγωνιστικότητά της. «Ελάχιστες βιομηχανίες θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν» λέγεται χαρακτηριστικά. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι η χώρα μας όχι μόνον υπήρξε πάντα πρόθυμη να υιοθετήσει τις νέες περιβαλλοντικές δεσμεύσεις, αλλά επιπλέον δεν έχει κάνει καμία προετοιμασία ή προεργασία, ώστε να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες προστασίας από τις επιπτώσεις του μηχανισμού ή ακόμη και για να λάβει μια εξαίρεση όπως συνέβη με την περίπτωση αρκετών άλλων χωρών.
Ως γνωστόν, ο μηχανισμός ελέγχου των ρύπων (ETS) ισχύει μόνο για τις χώρες της Ευρώπης. Στην έναρξη όμως της διαδικασίας οι χώρες που εισήλθαν τελευταίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Βουλγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Κύπρος κ.λπ. ) υπέβαλλαν σχετικό αίτημα και κατάφεραν να εξαιρεθούν από τις υποχρεώσεις του μέχρι το 2020. Εκτιμάται ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποσπάσει και η χώρα μας εάν το ζητούσε, πράγμα που δεν έκανε καθώς, όπως σχολιάζουν παράγοντες της βιομηχανίας, «η πολιτική επιλογή των προηγούμενων κυβερνήσεων ήταν η υποστήριξη της πράσινης ανάπτυξης, χωρίς όμως να έχουμε τα εφόδια».
Πρακτικά, σημαντικοί ανταγωνιστές της Ελλάδας σε βιομηχανικό επίπεδο όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία θα έχουν μέχρι το 2020 ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των ελληνικών επιχειρήσεων.
Αντιστάθμιση
Εκείνο όμως που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι η χώρα μας δεν φαίνεται να αξιοποιεί ούτε τις υφιστάμενες δυνατότητες για την άμβλυνση των επιπτώσεων που θα έχει στη βιομηχανία η αύξηση του ρεύματος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την Οδηγία 29/2009 σχεδίασε έναν μηχανισμό υποστήριξης - αντιστάθμισης της επιβάρυνσης για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας όπως μεταλλουργία, αλουμίνιο, χαλυβουργία, χαρτί, κλωστοϋφαντουργία κ.λ.π Συγκεκριμένα προβλέπει την επιδότησή τους κατά ένα ποσοστό περίπου 60% ανάλογα με την επιχείρηση και την αξιολόγησή της σε σχέση με τις βέλτιστες πρακτικές. Ωστόσο η Οδηγία καθορίζει μόνο το μέγιστο ποσό επιδότησης που μπορεί να πάρει μια εγκατάσταση και το κάθε Κράτος Μέλος έχει την ευχέρεια να αποφασίσει για το ύψος και το μηχανισμό των επιδοτήσεων προς τη βιομηχανία. Με δεδομένο ότι η υποστήριξη θα παρέχεται από εθνικούς πόρους, δημιουργούνται δυνητικά τεράστιες ανισορροπίες εντός της Ευρώπης, αφού κάποιες χώρες (π.χ. Αγγλία, Γερμανία κ.λπ.), έχουν διαθέσιμους πόρους και ήδη έχουν δεσμευτεί για μέγιστη επιδότηση της βιομηχανίας τους έχοντας καθορίσει με ακρίβεια το μηχανισμό, ενώ άλλες δεν είναι βέβαιο αν και πότε θα έχουν ανάλογη δυνατότητα.
Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, δεν υπάρχει καμία προετοιμασία μέχρι σήμερα, πολλώ μάλλον απόφαση, ενώ είναι αμφίβολο το πόσα χρήματα μπορούν να διατεθούν. Αυτή η κατηγορία βιομηχανιών υπολογίζεται ότι θα επιβαρυνθεί στη χώρα μας περίπου με 50 εκατ. ευρώ το χρόνο.